παλαχή

παλαχή
παλαχή, ἡ (Α)
1. αυτό που έλαχε σε κάποιον, ο κλήρος
2. φρ. «ἐκ παλαχῆς» — από την αρχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλάσσομαι (βλ. λ. παλάσσω [ΙΙ])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παλαχῆς — παλαχή anything acquired by lot fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλάσσω — (I) παλάσσω (Α) καθιστώ κάτι μιαρό, ακάθαρτο με ραντισμό («παλάσσετο δ αἵματι θώρηξ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα άσσω (πρβλ. αιμ άσσω, λαιμ άσσω, σταλ άσσω). Η σύνδεση τού ρ. παλάσσω (Ι) τόσο με τις… …   Dictionary of Greek

  • παλαχήθεν — παλαχῆθεν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐκ γενεᾱς, ἐκ παλαιοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαχή + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. κρήνη θεν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”